Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βριάω
βρίγκα
βρίγκος
βριγκώμενον
βριγχός
βριερός
βρίζα
βρίζω1
βριζώ2
βριήπυος
βρίηρον
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
βρίθω
βρίκελος
βρικίννη
βρικίσματα
βρικόν
View word page
βρίηρον
βρίηρον· μεγάλως κεχαρισμένον, Hsch. (Cf. ἦρα.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρίηρον
Headword (normalized):
βρίηρον
Headword (normalized/stripped):
βριηρον
IDX:
20974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20975
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρίηρον·</span> <span class="foreign greek">μεγάλως κεχαρισμένον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">ἦρα</span>.)</div><br><br>'}