βρίζω, aor.
A). ἔβριξα E. Rh. 826 (lyr.):— Pass., aor.
βρισθείς· ὑπνώσας,
Hsch.:—poet. Verb,
to be sleepy, nod,
οὐκ ἂν βρίζοντα ἴδοις Ἀγαμέμνονα Il. 4.223 ;
slumber,
βρίζων A. Ch. 897 ;
δόξαν .. βριζούσης φρενός Id. Ag. 275 : metaph. of guilt,
βρίζει γὰρ αἷμα Id. Eu. 280 .
II). βρίζει· ἐσθίει, πιέζει, κύει, Hsch.