Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Βρίακχος
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκα
βρίγκος
βριγκώμενον
βριγχός
βριερός
βρίζα
βρίζω1
βριζώ2
βριήπυος
βρίηρον
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
βριθύνοος
βριθύς
View word page
βριερός
βριερός,
A). v. βριαρός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βριερός
Headword (normalized):
βριερός
Headword (normalized/stripped):
βριερος
IDX:
20969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20970
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βριερός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βριαρός</span> .</div> </div><br><br>'}