Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βρία
βριαγχόνη
Βρίακχος
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκα
βρίγκος
βριγκώμενον
βριγχός
βριερός
βρίζα
βρίζω1
βριζώ2
βριήπυος
βρίηρον
βρῖθος
βριθοσύνη
βριθύκερως
View word page
βριγκώμενον
βριγκώμενον·
ὀργιζόμενον, θυμούμενον
,
Hsch.
(leg.
βριμώμενον
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βριγκώμενον
Headword (normalized):
βριγκώμενον
Headword (normalized/stripped):
βριγκωμενον
IDX:
20967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20968
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βριγκώμενον·</span> <span class="foreign greek">ὀργιζόμενον, θυμούμενον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">βριμώμενον</span>).</div><br><br>'}