Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρεφώδης
βρέχμα
βρεχμός
βρέχω
βρῆγμα
Βρησαγενής
βρήσσω
βρητός
βρῖ
βρία
βριαγχόνη
Βρίακχος
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκα
βρίγκος
βριγκώμενον
βριγχός
View word page
βριαγχόνη
βριαγχόνη,
A). v. βάτραχος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βριαγχόνη
Headword (normalized):
βριαγχόνη
Headword (normalized/stripped):
βριαγχονη
IDX:
20958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20959
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βριαγχόνη</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βάτραχος</span> .</div> </div><br><br>'}