Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφύλλιον
βρεφώδης
βρέχμα
βρεχμός
βρέχω
βρῆγμα
Βρησαγενής
βρήσσω
βρητός
βρῖ
βρία
βριαγχόνη
Βρίακχος
Βριάρεως
βριαρός
βριαρότης
βριαρόχειρ
βριάω
βρίγκα
View word page
βρητός
βρητός·
ἀλεκτρυὼν ἐνιαύσιος
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βρητός
Headword (normalized):
βρητός
Headword (normalized/stripped):
βρητος
IDX:
20955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20956
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρητός·</span> <span class="foreign greek">ἀλεκτρυὼν ἐνιαύσιος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}