Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
βρέττανα
Βρέττιος
βρεῦκος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
βρέφος
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφύλλιον
βρεφώδης
βρέχμα
βρεχμός
βρέχω
βρῆγμα
Βρησαγενής
View word page
βρεφοκτόνος
βρεφο-κτόνος
,
ον
,
A).
childmurdering
,
Lyc.
229
.
ShortDef
childmurdering
Debugging
Headword:
βρεφοκτόνος
Headword (normalized):
βρεφοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
βρεφοκτονος
IDX:
20943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20944
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρεφο-κτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">childmurdering</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 229 </span>.</div> </div><br><br>'}