Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρένθος
βρενθύομαι
βρένθυς
βρενταί
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
βρέττανα
Βρέττιος
βρεῦκος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
βρέφος
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφύλλιον
βρεφώδης
βρέχμα
View word page
βρεῦκος
βρεῦκος,
A). v. βροῦκος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρεῦκος
Headword (normalized):
βρεῦκος
Headword (normalized/stripped):
βρευκος
IDX:
20939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20940
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρεῦκος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βροῦκος</span> .</div> </div><br><br>'}