Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρένθις
βρένθον
βρένθος
βρενθύομαι
βρένθυς
βρενταί
βρέντιον
βρέξις
Βρετανικός
βρέτας
βρέττανα
Βρέττιος
βρεῦκος
βρεφικός
βρεφόθεν
βρεφοκομέω
βρεφοκτόνος
βρέφος
βρεφοτροφέω
βρεφόω
βρεφύλλιον
View word page
βρέττανα
βρέττανα· φοβερά, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρέττανα
Headword (normalized):
βρέττανα
Headword (normalized/stripped):
βρεττανα
IDX:
20937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20938
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρέττανα·</span> <span class="foreign greek">φοβερά</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}