Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραχυφωνία
βραχύχειρ
βραχυχρόνιος
βραχύωτος
βραχώδης
βρέβιον
βρέγκος
βρέγμα
βρεκάριος
βρεκεκεκέξ
βρέκται
βρεκτέον
βρεκτός
βρέλλιον
βρέμβος
βρέμω
Βρέμων
βρεναίαται
βρένθειος
βρενθινά
βρένθις
View word page
βρέκται
βρέκται· φυσσῆται, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βρέκται
Headword (normalized):
βρέκται
Headword (normalized/stripped):
βρεκται
IDX:
20917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20918
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρέκται·</span> <span class="foreign greek">φυσσῆται</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}