Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραχυτονέω
βραχύτονος
βραχυτράχηλος
βραχύϋπνος
βραχυφεγγίτης
βραχύφυλλος
βραχυφωνία
βραχύχειρ
βραχυχρόνιος
βραχύωτος
βραχώδης
βρέβιον
βρέγκος
βρέγμα
βρεκάριος
βρεκεκεκέξ
βρέκται
βρεκτέον
βρεκτός
βρέλλιον
βρέμβος
View word page
βραχώδης
βραχώδης· τραχύς, Hsch. (Cf. ῥαχίς.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βραχώδης
Headword (normalized):
βραχώδης
Headword (normalized/stripped):
βραχωδης
IDX:
20911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20912
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βραχώδης·</span> <span class="foreign greek">τραχύς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Cf. <span class="foreign greek">ῥαχίς.</span>)</div><br><br>'}