Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραχυμυθία
βραχύνω
βραχύνωτος
βραχυόνειρος
βραχυπαραλήκτως
βραχυπνοέω
βραχύπνοια
βραχύπνοος
βραχυπόρος
βραχυπότης
βραχυπότος
βραχύπτερος
βραχύπτολις
βραχυρρεπής
βραχυρρήμων
βραχυρριζία
βραχύρριζος
βραχύς
βραχύσημος
βραχυσίδηρος
βραχυσκελής
View word page
βραχυπότος
βρᾰχυ-πότος, ον,
A). drinking little, Gal. 17(1).755 .


ShortDef

drinking little

Debugging

Headword:
βραχυπότος
Headword (normalized):
βραχυπότος
Headword (normalized/stripped):
βραχυποτος
IDX:
20877
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20878
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρᾰχυ-πότος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drinking little</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).755 </span>.</div> </div><br><br>'}