Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραχυλός
βραχυμέρεια
βραχύμετρος
βραχυμογής
βραχυμυθία
βραχύνω
βραχύνωτος
βραχυόνειρος
βραχυπαραλήκτως
βραχυπνοέω
βραχύπνοια
βραχύπνοος
βραχυπόρος
βραχυπότης
βραχυπότος
βραχύπτερος
βραχύπτολις
βραχυρρεπής
βραχυρρήμων
βραχυρριζία
βραχύρριζος
View word page
βραχύπνοια
βρᾰχύ-πνοια, ,
A). shortness of breath, Gal. 7.836 .


ShortDef

shortness of breath

Debugging

Headword:
βραχύπνοια
Headword (normalized):
βραχύπνοια
Headword (normalized/stripped):
βραχυπνοια
IDX:
20873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20874
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρᾰχύ-πνοια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">shortness of breath</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 7.836 </span>.</div> </div><br><br>'}