Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραχυκωλία
βραχύκωλος
βραχυλογέω
βραχυλογητέον
βραχυλογία
βραχύλογος
βραχυλός
βραχυμέρεια
βραχύμετρος
βραχυμογής
βραχυμυθία
βραχύνω
βραχύνωτος
βραχυόνειρος
βραχυπαραλήκτως
βραχυπνοέω
βραχύπνοια
βραχύπνοος
βραχυπόρος
βραχυπότης
βραχυπότος
View word page
βραχυμυθία
βρᾰχῠ-μῡθία, ,
A). = βραχυλογία , Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βραχυμυθία
Headword (normalized):
βραχυμυθία
Headword (normalized/stripped):
βραχυμυθια
IDX:
20867
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20868
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρᾰχῠ-μῡθία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βραχυλογία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}