Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βράχος
βραχυβάμων
βραχύβιος
βραχυβιότης
βραχυβλαβής
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
βραχυγραφέω
βραχυδάκτυλος
βραχύδρομος
βραχυέπεια
βραχυῆλιξ
βραχυθάλασσος
βραχυκατάληκτος
βραχυκέφαλος
βραχυκίνητος
βραχυκομέω
βραχυκωλία
βραχύκωλος
βραχυλογέω
βραχυλογητέον
View word page
βραχυέπεια
βρᾰχῠ-έπεια, ,
A). laconic style, dub.l.in Rutil. 2.8 .


ShortDef

laconic style

Debugging

Headword:
βραχυέπεια
Headword (normalized):
βραχυέπεια
Headword (normalized/stripped):
βραχυεπεια
IDX:
20850
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20851
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρᾰχῠ-έπεια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">laconic style</span>, dub.l.in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Rutil.</span> 2.8 </span>.</div> </div><br><br>'}