Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραύκη
βράχαλον
βράχεα
βραχεῖν
βραχείς
βραχιάλιον
βραχιόνιον
βραχιονιστήρ
βραχίων1
βραχίων2
βραχμάζουσαι
βραχμᾶνες
βράχος
βράχος
βραχυβάμων
βραχύβιος
βραχυβιότης
βραχυβλαβής
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
βραχυγραφέω
View word page
βραχμάζουσαι
βραχμάζουσαι· χρεμετίζουσαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βραχμάζουσαι
Headword (normalized):
βραχμάζουσαι
Headword (normalized/stripped):
βραχμαζουσαι
IDX:
20837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20838
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βραχμάζουσαι·</span> <span class="foreign greek">χρεμετίζουσαι</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}