Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραυκανάομαι
βραύκη
βράχαλον
βράχεα
βραχεῖν
βραχείς
βραχιάλιον
βραχιόνιον
βραχιονιστήρ
βραχίων1
βραχίων2
βραχμάζουσαι
βραχμᾶνες
βράχος
βράχος
βραχυβάμων
βραχύβιος
βραχυβιότης
βραχυβλαβής
βραχύβωλος
βραχυγνώμων
View word page
βραχίων2
βρᾰχίων [ Ion. , Att. ], βράχιστος, Comp. and Sup. of βραχύς.


ShortDef

the arm

Debugging

Headword:
βραχίων2
Headword (normalized):
βραχίων
Headword (normalized/stripped):
βραχιων2
IDX:
20836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20837
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρᾰχίων</span> [ Ion. <span class="pron greek">ῐ</span>, Att. <span class="pron greek">ῑ</span>], <span class="orth greek">βράχιστος</span>, Comp. and Sup. of <span class="foreign greek">βραχύς</span>.</div><br><br>'}