Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραστέον
βραστήρ
βράστης
βραστικός
βρατάναν
βραυκανάομαι
βραύκη
βράχαλον
βράχεα
βραχεῖν
βραχείς
βραχιάλιον
βραχιόνιον
βραχιονιστήρ
βραχίων1
βραχίων2
βραχμάζουσαι
βραχμᾶνες
βράχος
βράχος
βραχυβάμων
View word page
βραχείς
βρᾰχείς, εῖσα, έν,
A). v. βρέχω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βραχείς
Headword (normalized):
βραχείς
Headword (normalized/stripped):
βραχεις
IDX:
20831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρᾰχείς</span>, <span class="itype greek">εῖσα</span>, <span class="itype greek">έν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βρέχω</span> .</div> </div><br><br>'}