βραχεῖν
βρᾰχεῖν, aor. with no pres. in use, inf. only in , elsewh. in 3 sg. ἔβραχε or βράχε:—onomatop. Verb,
A). rattle, clash, ring, mostly of arms and armour, δεινὸν ἔβραχε χαλκός ; 4.420 βράχε τεύχεα χαλκῷ 12.396 , Sc. 423 , etc.; βράχε δ’ εὐρεῖα χθών (with the din of battle) ; 21.387 μέγας ἔβραχεν αἰθήρ ; of a torrent, 4.642 roar, βράχε δ’ αἰπὰ ῥέεθρα ; 21.9 ἔβραχε δ’ ἅλμη ; 14.527 creak, μέγα δ’ ἔβραχε φήγινος ἄξων ; 5.838 shriek or roar with pain, ὁ δ’ ἔβραχε χάλκεος Ἄρης ib. 859 ; ὁ δ’ ἔβραχε θυμὸν ἀΐσθων (of a wounded horse) 16.468 ; shout a command, c. inf., . 2.573