Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βρασσιότροχος
βράσσω
βράσσων
βραστέον
βραστήρ
βράστης
βραστικός
βρατάναν
βραυκανάομαι
βραύκη
βράχαλον
βράχεα
βραχεῖν
βραχείς
βραχιάλιον
βραχιόνιον
βραχιονιστήρ
βραχίων1
βραχίων2
βραχμάζουσαι
βραχμᾶνες
View word page
βράχαλον
βράχαλον· χρεμετισμόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βράχαλον
Headword (normalized):
βράχαλον
Headword (normalized/stripped):
βραχαλον
IDX:
20828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20829
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βράχαλον·</span> <span class="foreign greek">χρεμετισμόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}