Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βράσις
βράσμα
βρασματίας
βρασμός
βρασσιότροχος
βράσσω
βράσσων
βραστέον
βραστήρ
βράστης
βραστικός
βρατάναν
βραυκανάομαι
βραύκη
βράχαλον
βράχεα
βραχεῖν
βραχείς
βραχιάλιον
βραχιόνιον
βραχιονιστήρ
View word page
βραστικός
βραστικός
,
ή
,
όν
,
A).
f.l. for
βλαστικός
,
Herm.
ap.
Stob.
1.41.7
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βραστικός
Headword (normalized):
βραστικός
Headword (normalized/stripped):
βραστικος
IDX:
20824
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20825
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βραστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">βλαστικός</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herm.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.41.7 </span>.</div> </div><br><br>'}