Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βράκια
βρακίας
βράκος
βράπτω
βράσις
βράσμα
βρασματίας
βρασμός
βρασσιότροχος
βράσσω
βράσσων
βραστέον
βραστήρ
βράστης
βραστικός
βρατάναν
βραυκανάομαι
βραύκη
βράχαλον
βράχεα
βραχεῖν
View word page
βράσσων
βράσσων, ον, Homeric Comp. of βραχύς (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βράσσων
Headword (normalized):
βράσσων
Headword (normalized/stripped):
βρασσων
IDX:
20820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βράσσων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Homeric Comp. of <span class="foreign greek">βραχύς</span> (q. v.).</div><br><br>'}