Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράδων
βράζω
βράθυ
βράκαι
βράκαλον
βράκανα
βρακεῖν
βρακέλλαι
βράκετ
βράκια
βρακίας
βράκος
βράπτω
βράσις
βράσμα
View word page
βράκαλον
βράκαλον· ῥόπαλον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βράκαλον
Headword (normalized):
βράκαλον
Headword (normalized/stripped):
βρακαλον
IDX:
20805
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20806
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βράκαλον·</span> <span class="foreign greek">ῥόπαλον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}