Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἁβροχαίτης
ἀβροχέω
ἀβροχία
ἀβροχικός
ἀβρόχιστος
ἄβροχος
ἁβροχίτων
ἅβρυνα
ἁβρυντής
ἁβρύνω
ἄβρυστος
ἅβρωμα
ἄβρωμος
Ἄβρων
ἀβρώς
ἀβρωσία
ἄβρωτος
Ἄβυδος
ἀβύθητος
ἄβυθος
ἀβύρβηλος
View word page
ἄβρυστος
ἄβρυστος· ἢ ἄβροστος ἢ ὁ βιβρωσκόμενος, Hsch. ἀβρυτός,
A). = βρύσσος , Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄβρυστος
Headword (normalized):
ἄβρυστος
Headword (normalized/stripped):
αβρυστος
IDX:
207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-208
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄβρυστος·</span> <span class="foreign greek">ἢ ἄβροστος ἢ ὁ βιβρωσκόμενος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀβρυτός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βρύσσος</span> , Id.</div> </div><br><br>'}