Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
βραδυσμός
βραδυτεκνία
βραδυτής
βραδυτόκος
βράδων
View word page
βραδυπορέω
βρᾰδῠ-πορέω,
A). proceed slowly, of the sun, Placit. 5.18.1 .


ShortDef

proceed slowly

Debugging

Headword:
βραδυπορέω
Headword (normalized):
βραδυπορέω
Headword (normalized/stripped):
βραδυπορεω
IDX:
20791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20792
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρᾰδῠ-πορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">proceed slowly</span>, of the sun, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Placit.</span> 5.18.1 </span>.</div> </div><br><br>'}