Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραδύκαρπος
βραδυκατάφορος
βραδυκίνητος
βραδυκρίσιμος
βραδυλογία
βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
βραδυπεπτέω
βραδύπεπτος
βραδυπεψία
βραδυπλοέω
βραδύπνοος
βραδυπορέω
βραδυπόρος
βραδύπους
βραδύς
βραδυσιτέω
βραδυσκελής
View word page
βραδυπεπτέω
βρᾰδῠ-πεπτέω,
A). digest slowly, Dsc. 5.39 .


ShortDef

digest slowly

Debugging

Headword:
βραδυπεπτέω
Headword (normalized):
βραδυπεπτέω
Headword (normalized/stripped):
βραδυπεπτεω
IDX:
20786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20787
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρᾰδῠ-πεπτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">digest slowly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.39 </span>.</div> </div><br><br>'}