Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βρᾴδιον
βράδος
βραδυανάφορος
βραδυβάμων
βραδυβουλία
βραδύγαμος
βραδυγενής
βραδύγλωσσος
βραδυδινής
βραδυήκοος
βραδυθάνατος
βραδύκαρπος
βραδυκατάφορος
βραδυκίνητος
βραδυκρίσιμος
βραδυλογία
βραδυμαθής
βραδύνοια
βραδύνοος
βραδύνω
βραδυπειθής
View word page
βραδυθάνατος
βρᾰδῠ-θάνᾰτος
[
θᾰ],
,
A).
dying slowly
,
Gal.
16.631
.
ShortDef
dying slowly
Debugging
Headword:
βραδυθάνατος
Headword (normalized):
βραδυθάνατος
Headword (normalized/stripped):
βραδυθανατος
IDX:
20775
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20776
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βρᾰδῠ-θάνᾰτος</span> [<span class="foreign greek">θᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dying slowly</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 16.631 </span>.</div> </div><br><br>'}