Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραγχιάζοισθε
βραγχιάω
βραγχιοειδής
βράγχιον
βραγχιώδης
βραγχοειδής
βράγχος
βραγχός
βραγχώδης
βραδανίζω
βράδινος
βρᾴδιον
βράδος
βραδυανάφορος
βραδυβάμων
βραδυβουλία
βραδύγαμος
βραδυγενής
βραδύγλωσσος
βραδυδινής
βραδυήκοος
View word page
βράδινος
βράδινος [ᾰ],, Aeol. for ῥαδινός, Sapph. 90 , 104 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βράδινος
Headword (normalized):
βράδινος
Headword (normalized/stripped):
βραδινος
IDX:
20764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20765
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βράδινος</span> [<span class="foreign greek">ᾰ],</span>, Aeol. for <span class="foreign greek">ῥαδινός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sapph.</span> 90 </span>,<span class="bibl"> 104 </span>.</div><br><br>'}