Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βραβευτής
βραβεύω
βραβύλη
βράβυλον
βράβυλος
βράγος
βραγχαλέος
βραγχάω
βραγχεία
βράγχη
βραγχιάζοισθε
βραγχιάω
βραγχιοειδής
βράγχιον
βραγχιώδης
βραγχοειδής
βράγχος
βραγχός
βραγχώδης
βραδανίζω
βράδινος
View word page
βραγχιάζοισθε
βραγχ-ιάζοισθε· πνίγοισθε, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βραγχιάζοισθε
Headword (normalized):
βραγχιάζοισθε
Headword (normalized/stripped):
βραγχιαζοισθε
IDX:
20754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20755
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βραγχ-ιάζοισθε·</span> <span class="foreign greek">πνίγοισθε</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}