Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βούφονος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βούφορτος
βουχανδής
βουχρώς
βούχωμα
βοώδης
βοών
βοῶνα
βοωνέω
βοώνης
βοώνητος
βοωνία
βοῶπις
βοωτέω
βοώτης
βοωτία
βόωψ
βρά
View word page
βοῶνα
βοῶνα·
ὁδόν
, and
βοῶνας·
ἀγροικίας
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βοῶνα
Headword (normalized):
βοῶνα
Headword (normalized/stripped):
βοωνα
IDX:
20728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20729
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βοῶνα·</span> <span class="foreign greek">ὁδόν</span>, and <span class="orth greek">βοῶνας·</span> <span class="foreign greek">ἀγροικίας</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}