Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούφθαλμος
βουφονέω
βουφόνια
βουφονιών
βούφονος
βουφορβέω
βουφόρβια
βουφορβός
βούφορτος
βουχανδής
βουχρώς
βούχωμα
βοώδης
βοών
βοῶνα
βοωνέω
βοώνης
βοώνητος
βοωνία
βοῶπις
βοωτέω
View word page
βουχρώς
βου-χρώς τις· ἰσχυρός, ἢ ἴξηρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουχρώς
Headword (normalized):
βουχρώς
Headword (normalized/stripped):
βουχρως
IDX:
20724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20725
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-χρώς</span> <span class="foreign greek">τις· ἰσχυρός, ἢ ἴξηρος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}