Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
βουτόρος
βουτόων
Βουτράγιος
βούτραγος
βουτραγοταυράνθρωπος
βουτροφία
βουτρόφος
βούτρωκτον
βουτύπος
βουτύρινος
βούτυρον
βουτυροφάγος
βουφάγος
βουφάρας
βούφαρον
βούφθαλμον
βούφθαλμος
βουφονέω
View word page
βούτρωκτον
βού-τρωκτον, τό,
A). = ὄροβος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούτρωκτον
Headword (normalized):
βούτρωκτον
Headword (normalized/stripped):
βουτρωκτον
IDX:
20705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20706
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βού-τρωκτον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὄροβος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}