Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούταρος
βούτης
βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
βουτόρος
βουτόων
Βουτράγιος
βούτραγος
βουτραγοταυράνθρωπος
βουτροφία
βουτρόφος
βούτρωκτον
βουτύπος
βουτύρινος
βούτυρον
βουτυροφάγος
View word page
βουτόων
βουτόων· ὁδόν, ἀτραπόν, Hsch. (fort. βουὅον, cf. βουσόη).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουτόων
Headword (normalized):
βουτόων
Headword (normalized/stripped):
βουτοων
IDX:
20699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20700
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουτόων·</span> <span class="foreign greek">ὁδόν, ἀτραπόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">βουὅον</span>, cf. <span class="foreign greek">βουσόη</span>).</div><br><br>'}