Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουστροφηδόν
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούταρος
βούτης
βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
βουτόρος
βουτόων
Βουτράγιος
βούτραγος
βουτραγοταυράνθρωπος
βουτροφία
βουτρόφος
βούτρωκτον
βουτύπος
βουτύρινος
βούτυρον
View word page
βουτόρος
βου-τόρος, ον,
A). = βουπόρος , Suid.: βούτορον ψάκαστρον· νιφάδ’ ὑετοῦ, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουτόρος
Headword (normalized):
βουτόρος
Headword (normalized/stripped):
βουτορος
IDX:
20698
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20699
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-τόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βουπόρος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>: <span class="foreign greek">βούτορον ψάκαστρον· νιφάδ’ ὑετοῦ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}