Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουστάνη
βουστάς
βουστασία
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούταρος
βούτης
βούτιμος
βοῦτις
βούτομον
βουτόρος
βουτόων
Βουτράγιος
βούτραγος
βουτραγοταυράνθρωπος
βουτροφία
View word page
βούταρος
βούταρος· ὁ παχύς, Hsch. βουτελέστην· θύτην, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούταρος
Headword (normalized):
βούταρος
Headword (normalized/stripped):
βουταρος
IDX:
20693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20694
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βούταρος·</span> <span class="foreign greek">ὁ παχύς</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">βουτελέστην·</span> <span class="foreign greek">θύτην</span>, Id.</div><br><br>'}