Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βοῦς
βούσβατον
βουσέλινον
βουσή
βουσκαφέω
βουσκητήριον
βουσόη
βουσόος
βουσός
βούσταθμον
βουστάνη
βουστάς
βουστασία
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βούστροφος
βούσυκον
βουσφαγέω
βούταλις
βούταρος
View word page
βουστάνη
βου-στάνη·
βοοστασία
,
Hsch.
: also,
A).
=
μάστιξ
or
πληγή
, Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βουστάνη
Headword (normalized):
βουστάνη
Headword (normalized/stripped):
βουστανη
IDX:
20683
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20684
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-στάνη·</span> <span class="foreign greek">βοοστασία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>: also, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">μάστιξ</span> or <span class="foreign greek">πληγή</span>, Id.</div> </div><br><br>'}