Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούρινον
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βούσβατον
βουσέλινον
βουσή
βουσκαφέω
βουσκητήριον
βουσόη
βουσόος
βουσός
βούσταθμον
βουστάνη
βουστάς
βουστασία
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
βούστροφος
βούσυκον
View word page
βουσόος
βου-σόος,
A). v. βοοσσόος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουσόος
Headword (normalized):
βουσόος
Headword (normalized/stripped):
βουσοος
IDX:
20680
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20681
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-σόος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">βοοσσόος</span> .</div> </div><br><br>'}