Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουρδών
βουρικυπάρισσος
βούρινον
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βούσβατον
βουσέλινον
βουσή
βουσκαφέω
βουσκητήριον
βουσόη
βουσόος
βουσός
βούσταθμον
βουστάνη
βουστάς
βουστασία
βουστάσιον
βούστασις
βουστροφηδόν
View word page
βουσκητήριον
βουσκητήριον· εἰς εὐρύην· εἴρηται κακος χόλως ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουσκητήριον
Headword (normalized):
βουσκητήριον
Headword (normalized/stripped):
βουσκητηριον
IDX:
20678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουσκητήριον·</span> <span class="foreign greek">εἰς εὐρύην· εἴρηται κακος χόλως ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}