Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούπτινον
βουργάριος
βουρδών
βουρικυπάρισσος
βούρινον
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βούσβατον
βουσέλινον
βουσή
βουσκαφέω
βουσκητήριον
βουσόη
βουσόος
βουσός
βούσταθμον
βουστάνη
βουστάς
βουστασία
βουστάσιον
View word page
βουσή
βουσή· δούλη, Hsch. βουσία· γογγυλίδι ὅμοιον (Thess.), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουσή
Headword (normalized):
βουσή
Headword (normalized/stripped):
βουση
IDX:
20676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουσή·</span> <span class="foreign greek">δούλη</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">βουσία·</span> <span class="foreign greek">γογγυλίδι ὅμοιον</span> (Thess.), Id.</div><br><br>'}