Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βουπόρος
βουπρηόνες
βούπρηστις
βουπρόσωπος
βούπρῳρος
βούπρως
βούπτινον
βουργάριος
βουρδών
βουρικυπάρισσος
βούρινον
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βούσβατον
βουσέλινον
βουσή
βουσκαφέω
βουσκητήριον
βουσόη
βουσόος
View word page
βούρινον
βούρινον
, =
τό
,
A).
=
κυνοκεφάλιον
, Ps.-
Apul.
Herb.
86
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
βούρινον
Headword (normalized):
βούρινον
Headword (normalized/stripped):
βουρινον
IDX:
20670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20671
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βούρινον</span>, = <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">κυνοκεφάλιον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Apul.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herb.</span> 86 </span>.</div> </div><br><br>'}