Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουποίητος
βουποίμην
βουπόλος
βουπομπός
βουπόρος
βουπρηόνες
βούπρηστις
βουπρόσωπος
βούπρῳρος
βούπρως
βούπτινον
βουργάριος
βουρδών
βουρικυπάρισσος
βούρινον
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βούσβατον
βουσέλινον
βουσή
View word page
βούπτινον
βούπτινον,
A). = τρίφυλλον , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούπτινον
Headword (normalized):
βούπτινον
Headword (normalized/stripped):
βουπτινον
IDX:
20666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20667
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βούπτινον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τρίφυλλον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}