Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
βουπόλος
βουπομπός
βουπόρος
βουπρηόνες
βούπρηστις
βουπρόσωπος
βούπρῳρος
βούπρως
βούπτινον
βουργάριος
βουρδών
βουρικυπάρισσος
βούρινον
βουριχάλλιον
βούρυγχος
βοῦς
βούσβατον
βουσέλινον
View word page
βούπρως
βού-πρως· ἀσθένεια, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βούπρως
Headword (normalized):
βούπρως
Headword (normalized/stripped):
βουπρως
IDX:
20665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20666
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βού-πρως·</span> <span class="foreign greek">ἀσθένεια</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}