Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούπεινα
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
βούπλευρος
βουπληθής
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
βουπόλος
βουπομπός
βουπόρος
βουπρηόνες
βούπρηστις
βουπρόσωπος
βούπρῳρος
βούπρως
βούπτινον
βουργάριος
βουρδών
View word page
βουπόλος
βου-πόλος, ον,
A). tending oxen, Hsch.; cf. βουκόλος.


ShortDef

tending oxen

Debugging

Headword:
βουπόλος
Headword (normalized):
βουπόλος
Headword (normalized/stripped):
βουπολος
IDX:
20658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20659
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-πόλος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tending oxen</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">βουκόλος</span>.</div> </div><br><br>'}