Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βούπαις
βουπάλινα
βούπαλις
βουπάμων
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
βούπλευρος
βουπληθής
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
βουπόλος
βουπομπός
βουπόρος
βουπρηόνες
βούπρηστις
βουπρόσωπος
βούπρῳρος
View word page
βούπληκτρος
βού-πληκτρος, ον,
A). goading oxen, ἄκαινα AP 6.41 ( Agath.).


ShortDef

goading oxen

Debugging

Headword:
βούπληκτρος
Headword (normalized):
βούπληκτρος
Headword (normalized/stripped):
βουπληκτρος
IDX:
20654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20655
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βού-πληκτρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">goading oxen</span>, <span class="quote greek">ἄκαινα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.41 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span></span>).</div> </div><br><br>'}