Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βουνομία
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
βουπάλινα
βούπαλις
βουπάμων
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
βούπλευρος
βουπληθής
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίητος
βουποίμην
βουπόλος
βουπομπός
βουπόρος
View word page
βουπλανόκτιστος
βου-πλᾰνόκτιστος
,
ον
,(
βοῦς, πλάνη, κτίζω
)
A).
founded by the wandering cow
, of Troy,
λόφος
Lyc.
29
.
ShortDef
founded by the wandering cow
Debugging
Headword:
βουπλανόκτιστος
Headword (normalized):
βουπλανόκτιστος
Headword (normalized/stripped):
βουπλανοκτιστος
IDX:
20650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20651
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-πλᾰνόκτιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>,(<span class="etym greek">βοῦς, πλάνη, κτίζω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">founded by the wandering cow</span>, of Troy, <span class="quote greek">λόφος</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 29 </span> .</div> </div><br><br>'}