Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
βουπάλινα
βούπαλις
βουπάμων
βούπεινα
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
βούπλευρος
βουπληθής
βούπληκτρος
βουπλήξ
View word page
βουπάλινα
βουπάλινα, τά, prob.
A). = βουβάλια (v. βουβάλιον), SIG 2588.171 (Delos, ii B. C.):—also βουπαλίδες· περισκελίδες, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουπάλινα
Headword (normalized):
βουπάλινα
Headword (normalized/stripped):
βουπαλινα
IDX:
20645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20646
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουπάλινα</span>, <span class="gen greek">τά</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">βουβάλια</span> (v. <span class="foreign greek">βουβάλιον</span>), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 2588.171 </span> (Delos, ii B. C.):—also <span class="orth greek">βουπαλίδες·</span> <span class="foreign greek">περισκελίδες</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}