Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βουλογραφία
βουλοκοπίδης
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βούλυσις
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουναία
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
View word page
βουμέτρης
βου-μέτρης
,
ου
,
ὁ
,
A).
official in charge of sacrifices
(Aetol.),
Hsch.
ShortDef
official in charge of sacrifices
Debugging
Headword:
βουμέτρης
Headword (normalized):
βουμέτρης
Headword (normalized/stripped):
βουμετρης
IDX:
20628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20629
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-μέτρης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">official in charge of sacrifices</span> (Aetol.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}