Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουλιμώττω
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βουλοκοπίδης
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βούλυσις
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουναία
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
View word page
βουμανές
βου-μᾰνές, τό, a
A). plant, Hsch.


ShortDef

plant

Debugging

Headword:
βουμανές
Headword (normalized):
βουμανές
Headword (normalized/stripped):
βουμανες
IDX:
20625
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20626
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βου-μᾰνές</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plant</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}