Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

βουλημάτιον
βούλησις
βουλητέος
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμίασις
βουλιμιάω
βούλιμος
βουλιμώδης
βουλιμώττω
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βουλοκοπίδης
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βούλυσις
βουλυτός
βουμανές
View word page
βουλιμώττω
βουλῑμ-ώττω, βουλιμιάω, Suid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
βουλιμώττω
Headword (normalized):
βουλιμώττω
Headword (normalized/stripped):
βουλιμωττω
IDX:
20615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20616
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουλῑμ-ώττω</span>, <span class="foreign greek">βουλιμιάω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div><br><br>'}