Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
βουληγορία
βουληγόρος
βουλήεις
βούλημα
βουλημάτιον
βούλησις
βουλητέος
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμίασις
βουλιμιάω
βούλιμος
βουλιμώδης
βουλιμώττω
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βουλοκοπίδης
βούλομαι
βουλόμαχος
View word page
βουλιμίασις
βουλῑμ-ίᾱσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
suffering from
βουλιμία
,
Plu.
2.695d
.
ShortDef
suffering from ravenous hunger
Debugging
Headword:
βουλιμίασις
Headword (normalized):
βουλιμίασις
Headword (normalized/stripped):
βουλιμιασις
IDX:
20611
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-20612
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">βουλῑμ-ίᾱσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">suffering from</span> <span class="foreign greek">βουλιμία</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.695d </span>.</div> </div><br><br>'}